Η «Πολιτεία» του Πλάτωνα είναι ένα ογκώδες φιλοσοφικό έργο που αποτελείται από 10 επί μέρους βιβλία, τα οποία αναφέρονται στο μείζων φιλοσοφικό θέμα της δικαιοσύνης. Μέσα στο αρχαίο κείμενο, κατά την προσφιλή συνήθεια του Πλάτωνα, περιλαμβάνονται και τρεις μύθοι.
Τον πρώτο μύθο τον συναντάμε στην αρχή του δεύτερου βιβλίου (359d) και είναι το Δαχτυλίδι του Γύγη ο οποίος είναι συνοπτικά ο εξής:
Ο Σωκράτης συνομιλώντας με τον Γλαύκωνα, αναρωτιέται εάν και κατά πόσο ένας άνθρωπος που καταφέρνει τελικά να εφαρμόζει στην ζωή του την αρετή της δικαιοσύνη και να ακολουθήσει έναν ακριβοδίκαιο τρόπο ζωής, το κάνει επειδή έχει καταστεί πράγματι δίκαιος και επομένως εφαρμόζει εκουσίως έναν συγκεκριμένο κώδικα ηθικής και όχι διότι φοβάται τις επιπτώσεις και τις τιμωρίες των νόμων.
Θέτει λοιπόν τον εξής προβληματισμό: Αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσαμε με κάποιον τρόπο να γινόμαστε αόρατοι, έτσι ώστε να αποκτούμε την δυνατότητα να μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς να γινόμαστε αντιληπτοί από κανέναν, θα εξακολουθούσαμε να εφαρμόζουμε τον ίδιο κώδικα ηθικής, όπως στην περίπτωση που όλοι μας βλέπουν και ανά πάσα στιγμή μας κρίνουν;
Διότι από την στιγμή που κανένας δεν θα μπορούσε να μας δει, είναι προφανές ότι και κανένας δεν θα μπορούσε να μας τιμωρήσει για τις τυχόν άδικες και ανήθικες πράξεις που θα ήταν πιθανό να κάνουμε στο διάστημα που παραμέναμε αόρατοι.
Τίθεται λοιπόν το εξής μεγαλειώδες ερώτημα: Θα εξακολουθούσαμε να συμπεριφερόμαστε με τον δίκαιο τρόπο που προσπαθούμε να ακολουθούμε στην συμβατική μας ζωή, δηλαδή όταν είμαστε ορατοί και ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουμε να τιμωρηθούμε από τις ποινές που προβλέπουν οι νόμοι;
Ο μύθος του Γύγη, σε ελεύθερη απόδοση είναι ο εξής:
Ο Γύγης ήταν ένας βοσκός από την χώρα της Λυδίας, ο οποίος είχε υπό την ευθύνη του τα πρόβατα του βασιλιά.
Κάποια μέρα, μετά από μία κατακλυσμιαία βροχή η οποία συνοδεύτηκε από έναν ισχυρό σεισμό, ένα κομμάτι του εδάφους στο σημείο της βοσκής ράγισε και εμφανίστηκε ένα χάσμα. Ο Γύγης εντυπωσιάστηκε από την ξαφνική αποκάλυψη αυτού του υπόγειου χώρου που παρέμενε άγνωστος μέχρι τότε και κατέβηκε να τον εξερευνήσει. Μεταξύ των πολλών θαυμαστών και πρωτόγνωρων πραγμάτων που συνάντησε κατά την κατάβασή του, είδε και ένα χάλκικο άλογο το οποίο μάλιστα διέθετε και κάποια παράθυρα, έτσι που να μπορεί κανείς να δει το εσωτερικό του, το οποίο ήταν κούφιο.
Κοιτώντας λοιπόν από κάποιο παράθυρο, είδε ότι μέσα στα σπλάχνα του κούφιου αλόγου βρισκόταν ένας ολόκληρος άνθρωπος κανονικού αναστήματος, ο οποίος ήταν νεκρός και μάλιστα δεν φορούσε τίποτα άλλο παρά μόνο ένα χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι του, που ο Γύγης το πήρε, το φόρεσε ο ίδιος και ξανανέβηκε στην επιφάνεια.
Όταν λοιπόν στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε η συνηθισμένη συγκέντρωση των βοσκών για να υποβάλουν στον βασιλιά την μηνιαία αναφορά σχετικά με την κατάσταση που βρίσκονται τα κοπάδια του, ο Γύγης πήγε φορώντας αυτό το δαχτυλίδι. Ενώ λοιπόν καθόταν με τους άλλους βοσκούς, κάποια στιγμή έφερε το χέρι του κοντά στο σώμα του και έτυχε να στριφογυρίσει την πέτρα του δαχτυλιδιού (σφενδόνη) του προς το εσωτερικό της παλάμης του.
Μόλις έκανε αυτήν την κίνηση, έγινε αυτομάτως αόρατος στους υπόλοιπους βοσκούς που βρισκόταν δίπλα του, οι οποίοι συζητούσαν μεταξύ τους σαν ο Γύγης να μην βρισκόταν μπροστά τους. Ο Γύγης έμεινε έκθαμβος από το γεγονός αυτό και για να διαπιστώσει ότι είναι αλήθεια, στριφογύρισε και πάλι την πέτρα του δαχτυλιδιού προς τα έξω και πράγματι μόλις το έκανε, έγινε και πάλι ορατός! Και αφού συνειδητοποίησε αυτήν την απίστευτη δυνατότητα που απέκτησε τόσο απροσδόκητα, επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις για να διαπιστώσει ότι μπορεί πράγματι όποτε θέλει να γυρίζει την πέτρα του δαχτυλιδιού προς τα μέσα και να γίνεται αόρατος, ενώ αντίστοιχα όταν την γυρίζει προς τα έξω να μπορεί να γίνεται και πάλι ορατός.
Μόλις σιγουρεύτηκε ότι η λειτουργία αυτή συμβαίνει κάθε φορά που το επιθυμεί, κανόνισε να συμμετάσχει στο σώμα των αγγελιοφόρων που θα πήγαιναν να συναντήσουν τον βασιλιά. Μόλις μπήκε λοιπόν στο παλάτι έγινε αόρατος και το πρώτο που έκανε ήταν να βιάσει την βασίλισσα και στην συνέχεια με την βοήθειά της να σκοτώσει τον βασιλιά και να πάρει αυτός την εξουσία!
Βεβαίως, θα άξιζε να αναρωτηθούμε, εάν στην περίπτωση που θα ήταν δυνατό να βρεθεί και ένα δεύτερο τέτοιο δαχτυλίδι, ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα.
Αν λοιπόν το πρώτο δαχτυλίδι το φορούσε κάποιος άνδρας σαν τον Γύγη, που αποδείχτηκε άδικος και το δεύτερο δαχτυλίδι κάποιος άλλος που να θεωρείται δίκαιος, έχω την εντύπωση ότι ούτε και αυτός ο δεύτερος υποτιθέμενος δίκαιος άνδρας, θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι διαθέτει έναν τόσο αδαμάντινο χαρακτήρα, ώστε να εξακολουθεί να εφαρμόζει την δικαιοσύνη και να κατορθώσει να παραμείνει ακέραιος, για το διάστημα που θα παρέμενε αόρατος.
Δεν θα είχε δηλαδή την δύναμη να μην αγγίξει τα ξένα υπάρχοντα, παρόλο που θα είχε κάθε ευκολία να αρπάξει οτιδήποτε θα ήθελε σε ό,τι αφορά τα υλικά αγαθά, χωρίς να υπάρχει η πιθανότητα να γίνει αντιληπτός. Όπως επίσης, θα μπορούσε με την ίδια ευκολία να εισβάλει σε όποιο σπίτι επιθυμούσε και να συνευρίσκεται με όποιον του αρέσει, ακόμα και να σκοτώνει, ακόμα και να βγάζει από την φυλακή κάποιον κατάδικο, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο θέμα να επεμβαίνει και να ενεργεί σαν να είναι αυτός ένας θεός ανάμεσα στους ανθρώπους.
Αφού λοιπόν ο Γύγης, συμπεριφέρθηκε κατά αυτόν τον άδικο τρόπο για όσο διάστημα επέλεγε να είναι αόρατος, η τακτική που θα ακολουθούσε ο δεύτερος άντρας (που στον ορατό κόσμο εμφανίζεται να είναι δίκαιος) θα διέφερε από αυτήν του Γύγη ή θα υπέπιπτε και αυτός σε ανάλογες άδικες πράξεις;
Διότι αν πράγματι υπέπιπτε σε άδικες πράξεις, το γεγονός αυτό θα αποτελούσε μία μεγάλη απόδειξη σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι δίκαιος με την θέλησή του, αλλά μόνο κατόπιν της αναγκαστικής υπακοής του στους νόμους και του φόβου της ποινής και της τιμωρίας.
Διότι όπως φαίνεται, οποιοσδήποτε άνθρωπος θα μπορούσε να αποκτήσει την δυνατότητα να αδικήσει κάποιον άλλον, χωρίς να υποστεί κάποια τιμωρία, οπωσδήποτε θα το έκανε. Και αυτό συμβαίνει διότι για κάποιους λόγους, όλοι οι άνθρωποι θεωρούν ότι θα αποκόμιζαν μεγαλύτερο προσωπικό όφελος διαπράττοντας μία πράξη που θεωρείται άδικη, από ότι μία δίκαιη πράξη.
Δηλαδή πιστεύουν ότι αν κάνουν μία πράξη που δεν επιτρέπεται, το γεγονός αυτό θα είχε μεγαλύτερη αξία, συγκριτικά με μία πράξη που τους επιτρέπεται.
Εάν όμως παρόλα αυτά βρίσκαμε έναν άνθρωπο, ο οποίος κατά ίδια λογική που αναλύσαμε, θα μπορούσε ανενόχλητος να προβεί σε κάποια άδικη πράξη, χωρίς να τιμωρηθεί ποτέ από κανένας και παρόλα αυτά αποφασίσει συνειδητά να μην το κάνει, δηλαδή να μην εκμεταλλευτεί για προσωπικό του όφελος μία τόσο δελεαστική κατάσταση, είναι βέβαιο ότι αυτός ο πραγματικά δίκαιος άνθρωπος, θα θεωρηθεί από τους συνανθρώπους, από τον κάθε έναν ξεχωριστά, ως ΑΘΛΙΟΤΑΤΟΣ και σίγουρα θα τον χαρακτήριζαν ως τελείως άχρηστο, ως ανίκανο και βλάκα.
Όταν όμως, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι τύχαινε να συμμετέχουν σε κοινές συζητήσεις και θα έπρεπε να πουν δημοσίως την γνώμη τους, είναι σίγουρο ότι θα τον επαινούσαν με τα καλύτερα λόγια, λέγοντας φυσικά ψέματα ο ένας στον άλλον, από τον φόβο τους, πώς αν έλεγαν αυτό που σκέφτονται πραγματικά, θα μπορούσαν να φανούν στους γύρω τους σαν να είναι και οι ίδιοι άδικοι!